- ἐνηλύσιος
- ἐνηλύσιοςstruck by lightningmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενηλύσιος — ἐνηλύσιος, ον (Α) [ηλύσιος] 1. αυτός που χτυπήθηκε από κεραυνό, κεραυνόπληκτος, εμβρόντητος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐνηλύσια (χωρία) τόποι που καθιερώθηκαν ως άβατοι, ιεροί από πτώση κεραυνού … Dictionary of Greek
ἐνηλυσίων — ἐνηλύσιος struck by lightning masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνηλύσια — ἐνηλύσιος struck by lightning neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλύσιος — α, ο (AM ἠλύσιος, ία, ον) (συν. το ουδ. στη φρ.) «Ηλύσιον πεδίον» ή «Ηλύσια πεδία» τόπος όπου διέμεναν μετά θάνατον οι ψυχές τών ηρώων νεοελλ. 1. (για τόπο) ωραίος και απολαυστικός 2. (το ουδ. πληθ.) τα Ηλύσια ο παράδεισος αρχ. αυτός που ανήκει ή … Dictionary of Greek